- παραλληλεπίπεδος
- -η, -ο / παραλληλεπίπεδος, -ον, ΝΑ1. (για στερεό) αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες παράλληλες μεταξύ τους2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλεπίπεδομαθημ. πρίσμα τού οποίου οι βάσεις είναι παραλληλόγραμμααρχ.φρ. «παραλληλεπίπεδος ἀριθμός» — γινόμενο τριών παραγόντων από τους οποίους οι δύο είναι ο ίδιος αριθμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + ἐπίπεδος].
Dictionary of Greek. 2013.